πατάκι

πατάκι
το [πάτος (Ι)]
1. μικρό κομμάτι δέρματος το οποίο τοποθετείται στο πίσω μέρος τού εσωτερικού ενός υποδήματος
2. μικρό κομμάτι χαλιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”